οβούζιο

οβούζιο
το
στρ. ονομασία τού σφαιρικού βλήματος που χρησιμοποιούνταν στα παλαιά πυροβόλα, στα οβουζοβόλα, τα οποία είχαν την κάννη λεία, χωρίς αυλακώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. obus (βλ. λ. οβίδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Ν. Κοντοπούλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χειροβούζιο — το, Ν παλαιός τύπος χειροβομβίδας, που τήν έριχναν αφού τής άναβαν το φιτίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + οβούζιο «είδος βλήματος παλαιότερου πυροβόλου όπλου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”